- άμπουλας
- ο1. ρείθρο στον δρόμο από νερά τής βροχής, νεροσυρμή2. πηγή νερού, κρουνός3. (και μτφ.) «άμπουλας τού ‘τρεχε το αίμα από το χτύπημα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek